Τρίτη, 31 Δεκεμβρίου 2013, Λυκαβηττός.
Τα αστέρια έχουν μόλις αρχίσει να εμφανίζονται στον ουρανό, όμως πέρα στη δύση ένα μοναχικό φωτεινό σημείο ακτινοβολεί δυνατότερα από οποιοδήποτε άλλο. Είναι η Αφροδίτη. Η αρχαία θεά επιμένει να φωτίζει τη νύχτα σταθερά, υπομονετικά. Σε μερικά 24ωρα θα υποδεχτούμε το νέο έτος, αλλά ο ουρανός θα είναι ίδιος. Όσα έτη κι αν υποδεχτούμε, όσα χρόνια κι αν περάσουν τα αστέρια και η νύχτα θα είναι πάντα πιστά στους ανθρώπους. Πόσο ήθελα να έχω έναν άνθρωπο δίπλα μου την ώρα εκείνη. Τα χείλη μου παραμένουν μισάνοιχτα, τραβηγμένα σ’ ένα χαμόγελο ικανοποίησης. Νιώθω τα μάτια μου να βαραίνουν, αλλά την επόμενη στιγμή επανέρχομαι. Γαλήνη και ηρεμία στον εσωτερικό μου κόσμο και συνειδητοποιώ για πρώτη φορά στα 19 μου χρόνια ότι δεν υπάρχει ωραιότερο πράγμα από το να έχει κανείς την ηρεμία του.
Καθισμένος στο παγκάκι στο χείλος του γκρεμού με πλησιάζει η Αφροδίτη. Δε μίλησε. Μόνο κοίταζε. Όσο με κοιτούσε κατάματα τόσο πιο ευδιάκριτα γίνονταν τα χαρακτηριστικά του προσώπου της. Φορούσε ένα θαλασσί φόρεμα και τα μαλλιά της έπεφταν άτακτα στη ράχη της, ενώ ένα απαλό κόκκινο χρώμα φώτιζε τα λεπτά της χείλη. Κουβεντιάσαμε για δύο ώρες εκείνη τη νύχτα χωρίς να έχουμε συστηθεί παρά στο τέλος. Στο πανηγύρι των συναισθημάτων που δημιουργήθηκε μέσα μαςπιάσαμε την κουβέντα και μοιραστήκαμε τους στόχους για το 2014.
«Θέλω να κάνω πράγματα για μένα και για τον κόσμο», μου είπε. «Θέλω κι εγώ να βοηθήσω ανθρώπους που έχουν αληθινή ανάγκη. Δε ζούμε μόνοι σ’ αυτή τη Γη και ο ένας χρειάζεται την αλληλεγγύη του άλλου», της εκμυστηρεύτηκα με τη σειρά μου. Χαμογέλασε και μου αντιγύρισε: «Με ποιο τρόπο θέλεις να βοηθήσεις;» Της απάντησα τότε ότι «θέλω να βγω στους δρόμους της Αθήνας και να δώσω την ψυχή μου σε όσους το χρειάζονται», της είπα παθιασμένα. «Δεν είμαι βέβαιη ότι είναι η ψυχή σου αυτό που χρειάζονται οι άστεγοι», αστειεύτηκε. «Έρχεται ο νέος χρόνος και δε θέλω να έχει καμία σχέση με τον περσινό. Θέλω από τα χρήματα που μου στέλνουν οι γονείς κι από εκείνα που βγάζω από τη δουλειά μου να χωρίζω τα μισά και να τα δίνω στους ανθρώπους που έχουν στρώσει στο πεζοδρόμιο και κοιμούνται, βρέξει – χιονίσει, έξω. Θέλω να δω στα μάτια τους τη χαμένη ελπίδα, το Χριστό να γεννάται ξανά στην ψυχή τους. Θέλω να αφοσιωθώ στη δουλειά μου, να προσφέρω με αυτόν τον τρόπο όποια βοήθεια. Θέλω να μετρήσω τους ανθρώπους της ζωής μου και να διώξω αυτούς που στέκονται στη βιτρίνα μου και κοιτάζουν να μπουν μέσα γιατί είδαν συμφέρουσες τιμές. Θέλω να γνωρίσω κόσμο ποιοτικό. Θέλω να σταματήσω να δικαιολογούμαι σε όποιον μου καταλογίζει ευθύνες για ψευδείς καταστάσεις. Θέλω να αποφύγω τα ψέματα, ακόμη και αυτά της συνθήκης. Θέλω να μη βγαίνω από το σπίτι με άσχημη διάθεση, αλλά να διαβαίνω δίπλα στους ανθρώπους και να τους χαμογελώ, ενώ εκείνοι να μου στέλνουν με τα μάτια ευχές ζωής. Θέλω, τέλος, να βρω έναν άνθρωπο με τον οποίο να επικοινωνώ, να ξέρει τι θέλω πριν το ζητήσω, να με αγαπάει και να με προστατεύει με τη δύναμη της αγάπης του, να ερωτευτώ και να ποθήσω ένα ιδρωμένο κορμί, μία φωτεινή ψυχή, ένα ενδιαφέρον πνεύμα».
Γυρίσαμε την πλάτη μας στη φωταγωγημένη Αθήνα και αποχαιρετήσαμε το Λυκαβηττό.
Ο Θοδωρής Θεοχαρίδης είναι σπουδαστής Δημοσιογραφίας στο Εργαστήριο Ελευθέρων Σπουδών του Αnt1 και έχει το δικό του blog