Χρωστάει της Μιχαλούς: Η λαϊκή έκφραση συνδέεται με τη μετεπαναστατική ζωή στο Ναύπλιο, πρωτεύουσα τότε της Ελλάδας. Συγκεκριμένα, μετά την επανάσταση του 21 υπήρχε στο Ναύπλιο μια ταβέρνα που ανήκε σε μια γυναίκα, τη Μιχαλού.
Η Μιχαλού είχε το προτέρημα να κάνει «βερεσέδια» αλλά υπό προθεσμία. Μόλις εξαντλείτο η προθεσμία – και η υπομονή της – στόλιζε τους χρεώστες της με «κοσμητικότατα» επίθετα. Όσοι τα άκουγαν, ήξεραν καλά ότι αυτός που δέχεται τις «περιποιήσεις» της «χρωστάει της Μιχαλούς».
Έφαγα χυλόπιτα: Γύρω στα 1815 υπήρχε κάποιος κομπογιαννίτης, ο Παρθένης Νένιμος, ο οποίος ισχυριζόταν πως είχε βρει το φάρμακο για τους βαρύτατα ερωτευμένους.
Επρόκειτο για ένα παρασκεύασμα από σιταρένιο χυλό ψημένο στο φούρνο. Όσοι λοιπόν αγαπούσαν χωρίς ανταπόκριση, θα έλυναν το πρόβλημά τους τρώγοντας αυτή τη θαυματουργή πίτα – και μάλιστα επί τρεις ημέρες, κάθε πρωί, τελείως νηστικοί.
Μυρίζω τα νύχια μου: Η φράση προέρχεται από την αρχαία τελετουργική συνήθεια, κατά την οποία οι ιέρειες των μαντείων βουτούσαν τα δάχτυλά τους σ” ένα υγρό με βάση το δαφνέλαιο, τις αναθυμιάσεις του οποίου εισέπνεαν καθώς τα έφερναν κατόπιν κοντά στη μύτη τους και μ” αυτό τον τρόπο έπεφταν σ” ένα είδος καταληψίας κατά την οποία προμάντευαν τα μελλούμενα.
Τρώει τα νύχια του για καυγά: Ένα από τα αγαπημένα θεάματα των Ρωμαίων και αργότερα των Βυζαντινών, ήταν η ελεύθερη πάλη. Οι περισσότεροι από τους παλαιστές, ήταν σκλάβοι, που έβγαιναν από το στίβο με την ελπίδα να νικήσουν και να απελευθερωθούν. Στην ελεύθερη αυτή πάλη επιτρέπονταν τα πάντα γροθιές, κλωτσιές, κουτουλιές, ακόμη και το πνίξιμο.
Το μόνο που απαγορευόταν αυστηρά ήταν οι γρατζουνιές. Ο παλαιστής έπρεπε να νικήσει τον αντίπαλό του, χωρίς να του προξενήσει την παραμικρή αμυχή με τα νύχια, πράγμα , βέβαια, δυσκολότατο.
Γιατί τα νύχια των δυστυχισμένων σκλάβων, που έμεναν συνέχεια μέσα στα κάτεργα, ήταν τεράστια και σκληρά από τις βαριές δουλειές που έκαναν.
Γι’ αυτό λίγο προτού βγουν στο στίβο, άρχιζαν να τα κόβουν, όπως μπορούσαν, με τα δόντια τους. Από το γεγονός αυτό βγήκε κι η φράση «τρώει τα νύχια του για καβγά».
Μάλλιασε η γλώσσα μου: Στη βυζαντινή εποχή υπήρχαν διάφορες τιμωρίες, ανάλογες, βέβαια, με το παράπτωμα. Όταν π.χ. ένας έλεγε πολλά, δηλαδή έλεγε λόγια που δεν έπρεπε να ειπωθούν, τότε τον τιμωρούσαν με έναν τρομερό τρόπο.
Του έδιναν ένα ειδικό χόρτο που ήταν υποχρεωμένος με το μάσημα να το κάνει πολτό μέσα στο στόμα του. Το χόρτο, όμως, αυτό ήταν αγκαθωτό, στυφό και αρκετά σκληρό, τόσο που κατά το μάσημα στο στόμα του πρηζόταν και η γλώσσα, το ελατήριο δηλαδή της τιμωρίας του, άνοιγε, μάτωνε και γινόταν ίνες-ίνες, κλωστές-κλωστές, δηλαδή, όπως είναι τα μαλλιά.
Από την απάνθρωπη τιμωρία βγήκε και η παροιμιώδης φράση : «μάλλιασε η γλώσσα μου” , που τις λέμε μέχρι σήμερα, όταν προσπαθούμε με τα λόγια μας να πείσουμε κάποιον για κάτι και του το λέμε πολλές φορές.
Μου έφυγε το καφάσι: Στα Τούρκικα καφάς θα πει κεφάλι, κρανίο. Όταν, λοιπόν, η καρπαζιά, που έριξαν σε κάποιον είναι δυνατή λέμε : “του έφυγε το καφάσι” , δηλαδή, του έφυγε το κεφάλι από τη δύναμη του κτυπήματος
Τουμπεκί: «Τουμπεκί » λέγεται τουρκικά ο καπνός για τον αργιλέ, που τον κάπνιζαν στα διάφορα καφενεία της παλιάς εποχής. Τον αργιλέ τον ετοίμαζαν οι «ταμπήδες» των καφενείων και επειδή αυτοί έπιαναν την κουβέντα κι αργούσαμε τον πάνε στον πελάτη, εκείνος με τη σειρά του φώναζε: «κάνε τουμπεκί ».Όσοι κάπνισαν ναργιλέ ήταν και από φυσικού τους λιγομίλητοι και δεν τους άρεσε η «πάρλα», οι φλυαρίες. Με τις ώρες κρατούσαν στα χείλη τους το «μαρκούτσι» του ναργιλέ, απολαμβάνοντας μακάρια και σιωπηλά το τουμπεκί, που σιγόκαιγε στο λούλα.Και αν κάνεις, που κι αυτός κάπνιζε ναργιλέ δίπλα του, άνοιγε πλατιά κουβέντα, οι μερακλήδες της παρέας του έλεγαν: « Κάνε τουμπεκί», δηλαδή, κάπνιζε και μη μιλάς. Τώρα για το « ψιλοκομμένο » τουμπεκί, ήταν η τέχνη του «ταμπή» να του το προσφέρει ψιλοκομμένο, που ήταν και καλύτερο.
Έφαγε το ξύλο της χρονιάς: Στο Βυζάντιο οι δάσκαλοι ήταν, σχεδόν όλοι, καλόγεροι και παπάδες. Φυσικά, έδερναν κι αυτοί τους μαθητές, αλλά μόνο μια φορά το χρόνο. Δηλαδή τον Αύγουστο, που σταματούσαν τα μαθήματα – για να ξαναρχίσουν, πάλι, τέλη Σεπτεμβρίου – κάθε μαθητής ήταν υποχρεωμένος να περάσει από τον παιδονόμο, για να φάει το ξύλο του.Έτσι είχαν την εντύπωση, ότι τον ένα μήνα, που θα έλειπαν από το σχολείο, θα ήταν φρόνιμοι. Από αυτό βγήκε και η φράση: «έφαγε το ξύλο της χρονιάς του” , που τη λέμε, όταν μαθαίνουμε, πως κάποιος τις έφαγε για τα καλά.
Έφαγε το καταπέτασμα: Για εκείνους που τρώνε πάρα πολύ, τους αδηφάγους ή τους άρπαγες, συνηθίζουμε να μεταχειριζόμαστε την έκφραση αυτή. Παραπέτασμα, κουρτίνα, στόρι, ίσως και τραπεζομάντηλο. Στη φράση αυτός που πήρε ακόμα και το «αταπέτασμα» ή κατά άλλους έφαγε ακόμα και το τραπεζομάντηλο..τόση πείνα είχε..
Θα σε κάνω του αλατιού: Η φράση «θα σε κάνω του αλατιού» βγήκε από τον τρόπο που γίνονται οι σαρδέλες και γενικά όλα τα ψάρια, όταν παστώνονται με αλάτι. Ζαρώνουν και χάνουν την όμορφη εμφάνισή τους. Έτσι λοιπόν, θα τον κάνει όταν τον δείρει, όπως το ψάρι στο αλάτι.
Να τραβάς τα μαλλιά σου: Φράση που τη μεταχειρίζεται κανείς, όταν θέλει να πει σε κάποιον ότι θα τον κάνει να πονέσει, θα τον καταστρέψει . Η φράση προήλθε από το έθιμο να τραβάνε τα μαλλιά τους αυτοί που πενθούν, αυτοί που θρηνούν.
Κάποιος φούρνος γκρεμίστηκε: Παλαιότερα, τα σπίτια ενός χωριού μετριόντουσαν με τους. ..φούρνους τους. Οι χωρικοί, δηλαδή, δεν έλεγαν ότι» το χωριό μου έχει τόσα σπίτια» αλλά» τόσους φούρνους», επειδή κάθε σπίτι είχε και το δικό του φούρνο, για να ψήνει το ψωμί του.Όταν λοιπόν στα χωριά πέθαινε κανένας νοικοκύρης, οι φίλοι του έλεγαν: “Ο φούρνος του μπάρμπα Νότη γκρέμισε” , εννοώντας ότι με το θάνατο του αρχηγού της οικογένειας, το σπίτι γκρέμιζε, χανόταν. Από τη μεταφορική λοιπόν αυτή φράση, βγήκε η έκφραση «Κάποιος φούρνος γκρεμίστηκε» που τη λέμε, όταν μας επισκέπτεται κάποιος, που έχουμε να δούμε πολύ καιρό.
Κάθε κατεργάρης στον πάγκο του: Στα παλιά τα χρόνια τα κουρσάρικα πλοία είχαν πλήρωμα συνήθως κωπηλάτες, που οι περισσότεροι ήταν συνήθως κατάδικοι (άνθρωποι των κατέργων – δηλ. που δούλευαν στο πλοίο).Όταν λοιπόν ο αέρας έπεφτε και το καράβι έπρεπε να συνεχίσει την πορεία του, μια φωνή δυνατή ξεσήκωνε απ’ το ξαπόσταμά τους, τους ανθρώπους αυτούς: «Κάθε κατεργάρης στον πάγκο του». Ήταν η διαταγή να καθίσουν και πάλι στα κουπιά, στους μακρινούς ξύλινους πάγκους.
Κάποιο λάκο έχει η φάβα: Σε όλα τα μέρη που τρώνε φάβα ανοίγουν ένα λάκκο και ρίχνουν μέσα λάδι, γιατί η φάβα βράζεται μόνο με το νερό της . Από “δω έχουμε και τη γνωστή φράση «κάποιο λάκκο έχει η φάβα».
Του Κουτρούλη ο Γάμος: Κατά τη διαπόμπευση κουρεύανε τον “αμαρτήσαντα” , τον έκαναν δηλαδή «κουτρούλη» (από το κούτρα, που θα πει κεφάλι) κι ύστερα άρχιζε η περιφορά στους δρόμους και στις πλατείες της βασιλεύουσας των πόλεων.Γινόταν πραγματικό πανδαιμόνιο, με τενεκέδες, σάπια φρούτα, λεμόνια που του πετούσαν, τα κουδούνια που του κρεμούσαν, και τις καμπάνες που τις χτυπούσαν, για να τον υποδεχτούν.
Της κρέμασαν κουδούνια: Αυτοί που παρακολουθούσαν το θέαμα της διαπόμπευσης, δεν τους αρκούσε που άκουγαν βρισιές και τα διάφορα πειράγματα, αλλά για να γίνεται περισσότερος θόρυβος τους κρέμαγαν διάφορα καμπανάκια (κουδούνια) ή τους υποδεχόντουσαν με κωδωνοκρουσίες.