Δεν υπάρχει μεγαλύτερη απόλαυση το βράδυ να πίνεις ένα ποτήρι κρασί και να το συνοδεύεις από ένα plateau τυριών κι αλλαντικών… Όμως αυτές οι “μαγικές” στιγμές, μήπως έχουν επιπτώσεις στην υγεία μας;
Τα αλλαντικά αποτελούν μια ομάδα προϊόντων που διατίθενται στην αγορά σε μεγάλη ποικιλία και καταναλώνονται καθημερινά από μικρούς και μεγάλους.
Μεταξύ των χαρακτηριστικών που τα καθιστούν ιδιαίτερα αγαπητά, περιλαμβάνονται η ευκολία στην κατανάλωση, καθώς δεν απαιτούν κάποια προετοιμασία, και η γεύση που προσδίδουν στο γεύμα, ενώ παράλληλα, η προσθήκη τους σε σαλάτες ή σνακ συντελεί στην ενίσχυση της πρόσληψης πρωτεΐνης υψηλής βιολογικής αξίας.
Από την άλλη, πρόκειται για τρόφιμα που απασχολούν έντονα την επιστημονική κοινότητα τα τελευταία χρόνια, αφού πλήθος μελετών έχει δείξει πως η αυξημένη κατανάλωσή τους συνδέεται με υψηλότερο κίνδυνο εμφάνισης χρόνιων νόσων όπως τα καρδιαγγειακά νοσήματα, ο σακχαρώδης διαβήτης και διάφορες μορφές καρκίνου -ειδικότερα του παχέος εντέρου και του παγκρέατος-, καθώς και με υψηλότερα ποσοστά πρόωρου θανάτου.
Σε γενικές γραμμές, τα αλλαντικά περιέχουν συστατικά, τα οποία συστήνεται να αποφεύγονται ή να καταναλώνονται με περιορισμό στην ποσότητα και συχνότητα. Πιο συγκεκριμένα, πολλά είδη αλλαντικών, όπως για παράδειγμα το μπέικον, το σαλάμι και τα λουκάνικα, έχουν υψηλή περιεκτικότητα σε κορεσμένα λιπαρά, τα «κακά» δηλαδή λιπαρά, που σχετίζονται με διαταραχές του λιπιδαιμικού προφίλ και αύξηση του καρδιαγγειακού κινδύνου.
Επιπλέον, ιδιαίτερα υψηλή είναι και η περιεκτικότητα νατρίου, τόσο στα άπαχα όσο και στα πιο πλούσια σε λιπαρά αλλαντικά. Συνεπώς, η κατανάλωση αλλαντικών μπορεί να οδηγήσει και σε αυξημένη πρόσληψη νατρίου, η οποία αποτελεί βασικό παράγοντα κινδύνου εμφάνισης υπέρτασης, καρδιαγγειακών νοσημάτων, νεφρικών παθήσεων και άλλων ασθενειών.
Τέλος, ιδιαίτερη ανησυχία προκαλεί τα τελευταία χρόνια και η παρουσία ορισμένων συστατικών, όπως είναι τα νιτρώδη και νιτρικά άλατα, τα οποία χαρακτηρίζονται ως δυνητικά επικίνδυνα. Ειδικότερα, ερευνητικά δεδομένα δείχνουν ότι τα παραπάνω συστατικά συνδέονται με αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης καρκίνων του πεπτικού συστήματος, ενώ έχουν επίσης συσχετισθεί με διαταραχές του μεταβολισμού της γλυκόζης και της λειτουργίας των αγγείων.