Δε θα έλεγα ποτέ πως είμαι ευσυγκίνητη ή πιο απλά «κλαψιάρα». Αλλά ομολογώ πως πίστευα πως αν με έβλεπαν οι γύρω μου να ξεσπάω θα φαινόμουν αδύναμη, τρωτή. Ίσως επειδή είμαι πολύ υπερήφανη, ή ίσως κι εγωίστρια. Όπως και να’ χει, πάντα ήθελα να βγάζω προς τα έξω την εικόνα πως δε λυγίζω. Τόσο για τον εαυτό μου, όσο και για τους γύρω μου.
Το τελευταίο διάστημα ομολογώ πως αρκετές φορές βρέθηκα στην πραγματικά δύσκολη θέση να διατηρήσω την εικόνα της «σκληρής» Αντιγόνης. Όπως συμβαίνει με όλους μας, υπήρξαν στιγμές που ενώ βαθιά μέσα μου λαχταρούσα απλά να φωνάξω και να κλάψω, δεν το έκανα. Γιατί ένιωσα πως αν άφηνα το τείχος γύρω μου να καταρρεύσει, θα φαινόμουν ευάλωτη. Μόνο που τελικά υπολόγιζα χωρίς τον ξενοδόχο. Όταν, βλέπεις, υπάρχουν γύρω σου άνθρωποι που σε νοιάζονται, δεν τους ξεγελάς, που να χτυπιέσαι κάτω. Όσα «δε συμβαίνει τίποτα» και να τους πεις, εκείνοι θα σε κοιτάξουν με αμφιβολία. Αρχικά δε θα σε πιέσουν πολύ, θα σου δώσουν το χρόνο σου. Αλλά κι αυτό δεν κρατάει για πάντα, πιστέψτε με. Γιατί ο άνθρωπος που σε νοιάζεται – είτε αυτός είναι οικογένεια, είτε φίλος, είτε σύντροφος – θα επιμείνει με τον χ, ψ τρόπο να σε βοηθήσει να ξαλαφρώσεις. Στη δική μου περίπτωση, υπήρχε ένας άνθρωπος έξω από αυτό το τείχος που ενώ τον ένιωθα δικό μου, δεν ήθελα ποτέ να με δει να κλαίω. Δεν ξέρω αν ήταν από περηφάνεια ή εγωισμό, όπως έγραψα και παραπάνω. Υποθέτω πως είναι πάντα ένας συνδυασμός αυτών των δύο.
Να μην τα πολυλογώ, η «έκρηξη» δεν άργησε να γίνει. Βλέπεις, η ψυχή του κάθε ανθρώπου μοιάζει μ’ εκείνες τις ντουλάπες που βλέπουμε στα καρτούν, όπου ο εκάστοτε ήρωας καταχωνιάζει ένα κάρο πράγματα κι έπειτα από λίγο ακούς ένα ΜΠΑΜ κι όλα όσα ήταν μέσα στη ντουλάπα ξεχειλίζουν. Ε, κάπως έτσι έγινε και με μένα. Η ντουλάπα «παραγέμισε» και δεν ήταν πλέον δυνατό να συγκρατήσω τίποτα μέσα. Απλά άρχισα να κλαίω. Στην αρχή ντρεπόμουν που επέτρεψα στον εαυτό μου να λυγίσει. «Δεν έχει ανάγκη κι εμένα τώρα να κλαψουρίζω», σκεφτόμουν. Τα δάκρυα κυλούσαν, όμως. Και τότε ήρθε η αγκαλιά. Κι έπειτα η συγνώμη από μέρους μου που με είδε σ’ αυτήν την κατάσταση. Αφότου μου ΞΑΝΑείπε – δεν είναι τυχαία τα κεφαλαία, αποδεικνύει πως ώρες ώρες είμαι χαζοεγωίστρια – «μη λες χαζά, αφού ξέρεις πως μπορείς να μου μιλάς όταν σου συμβαίνει κάτι», μου ζήτησε να χαμογελάω. Προσέξτε, όχι να χαμογελάΣω.
Όσες φορές συνέβη αυτό, ναι, επιβεβαιώθηκα πως παραείμαι περήφανη. Κι αν διαβάζει αυτές τις γραμμές, σίγουρα θα νιώθει δικαιωμένος! Συνειδητοποίησα πως τελικά είχα ενοχοποιήσει πολύ το κλάμα στη ζωή μου και πως η προτροπή που ακολούθησε ήταν με άλλα λόγια «στάσου όρθια, δεν είσαι μόνη». Επομένως κακώς επέμενα στο «δεν πρέπει κανείς να με δει να κλαίω». Αντίθετα πρέπει να επιμένω στο «εντάξει, ξέσπασες. Τώρα βρες τη δύναμη να χαμογελάσεις. Όχι μόνο για σένα, αλλά και για τους άλλους».
Ας είμαστε ειλικρινείς, για όλους μας έχουν υπάρξει στιγμές όπου νιώσαμε πως προκειμένου να νιώσουμε μία λύτρωση, μία ανακούφιση – πείτε το όπως θέλετε -, θέλαμε να κλάψουμε, να φωνάξουμε, αλλά πάντα η ντροπή μας εμποδίζει να το κάνουμε. Πολλοί από εμάς θέλουμε να περάσουμε την εικόνα του άτρωτου. Η αλήθεια όμως είναι πως ο άνθρωπος δεν είναι άτρωτος, είναι εξαρχής σχεδιασμένος ώστε να κλαίει, να φοβάται, αλλά και να χαμογελάει. Επομένως, το κλάμα δεν είναι ντροπή. Πόσο μάλλον όταν έχεις γύρω σου ανθρώπους να σου δείξουν πως δεν είσαι μόνος. Το κλάμα είναι το ξέσπασμα ώστε να καταλαγιάσει η αντάρα μέσα σου και μετά μ’ έναν τρόπο μαγικό η «μπαταρία» ξαναγεμίζει, νιώθεις πιο δυνατός και χαμογελάς με το πείσμα που λέει «θα τα καταφέρω». Κι επειδή το χαμόγελο είναι ενέργεια, τι καλύτερο από το να τη μεταδώσεις σε αυτούς που ήταν εκεί για σένα τη στιγμή που τα δάκρυά σου κυλούσαν;
Δεν είμαστε ρομπότ. Επομένως δικαιούμαστε να ξεσπάμε όταν το έχουμε ανάγκη. Είναι ο μόνος τρόπος για να καταλαγιάσει η αντάρα που ίσως μας πνίγει. Μετά όμως, πείτε με θάρρος στον εαυτό σας «ΟΚ, έπεσες. Τώρα σήκω». Απελευθερώστε την αισιοδοξία σας και ΧΑΜΟΓΕΛΑΣΤΕ. Όχι μόνο για σας, αλλά για να βοηθήσετε κι όσους αγαπάτε να σταθούν μαζί σας όρθιοι.