Γέμισε ο τόπος με ανθρώπους αναποφάσιστους. Που δεν ξέρουν τι θέλουν (ακόμα και αν το ξέρουν όλοι γύρω τους), πώς το θέλουν και αν το θέλουν. Που ψάχνουν να γεμίσουν τα μέσα τους, μέσα από τα μέσα των άλλων. Αυθάδεια παντού. Άνθρωποι που μπαίνουν στη ζωή σου, αποφασισμένοι εκ των προτέρων να μη μείνουν παρά μερικά φεγγάρια μόνο, με ατάκες «Πάμε και όπου μας βγάλει». Και σε ερωτώ αγαπητέ μου. Γιατί το κάνεις αυτό; Γιατί να θέλεις να σαρώσεις κατά αυτό τον τρόπο έναν άνθρωπο και μια ψυχή; Ποια απωθημένα άραγε σε οδηγούν σε μια τέτοια πράξη; Γιατί ο φαύλος κύκλος του κορίτσι Α πληγώνει αγόρι, και το αγόρι με τη σειρά του πληγώνει κορίτσι Β, δεν μπορεί να κλείσει ποτέ πια; Ποιος σου δίνει αυτό το δικαίωμα; Και αφού δεν σου το έδωσε, αποφάσισες να το αρπάξεις;
– Θέλεις; – Θέλω.
Έτσι απλά έπρεπε να είναι τα πράγματα. Να ξεκινάμε γιατί θέλουμε να το δουλέψουμε και όχι να το πετάξουμε στην περίπτωση που δεν μας κάνει. Και πέφτουν να με φάνε όσοι έχουν χάσει τα δικά τους όνειρα από καιρό. Με μαλώνουν, επειδή όφειλα να δω τα σημάδια από νωρίς. Εκείνα που δείχνουν, λένε, πως δεν με θέλει όσο εγώ εκείνον. Μα γιατί να με νοιάζει το πόσο με θέλει ο άλλος; Δεν τον θέλω επειδή περιμένω ανταπόδοση. Τον θέλω, γιατί δεν μπορώ να κάνω διαφορετικά. Όλοι έχουμε πληγές αγαπητέ μου. Όλοι βιώσαμε το πόνο στον οποίον τόσο ξεδιάντροπα αναφέρεσαι, πως μόνο εσύ έχεις νιώσει. Αυτή τη πληγή που τη νιώθεις σαν να σου ξεριζώνει κάτι από βαθιά μέσα, τη γνωρίζω πολύ καλά. Και αυτή η πληγή δεν είναι σαν το χώμα. Δεν θα της ρίξεις λίγο νερό για να ξαναγίνει όπως πριν. Αυτή η πληγή θέλει χρόνο. Θέλει αγάπη και φροντίδα στον εαυτό σου, ΑΠΟ τον ίδιο σου τον εαυτό. Κάτι που εσύ εμφανώς δεν έκανες ποτέ σου. Εγώ όμως το έκανα. Εγώ τον αγαπάω τον εαυτό μου, και δεν περιμένω κανέναν να με αγαπήσει και να με στηρίξει όπως εγώ πρώτη κάνω.
Το μόνο που θέλω γύρω μου, δεν είναι ανθρώπους που με αγαπάνε. Θέλω ανθρώπους που ξέρουν τι θέλουν. Που ξέρουν τι αποζητούν, τι ψάχνουν. Όχι για κανέναν άλλο λόγο. Αλλά γιατί έτσι ξέρω και εγώ τι να περιμένω και τι όχι από αυτούς. Ξέρω πως να συμπεριφερθώ.
Τα λόγια τα μεγάλα δεν τα άκουσα ποτέ. Τα μπλόκαρα πριν καν ειπωθούν. Τις πράξεις ήθελα. Εσύ όμως είσαι ανίκανος να το κάνεις. Γιατί έχεις ένα κουβάρι, στο μυαλό σου, που είναι τόσο μεγάλο που σε έχει πελαγώσει. Σου είναι τόσο δύσκολο όχι μόνο να το ξεμπλέξεις αλλά και να βγεις έξω να αγοράσεις καινούργιο.
Βυθίζεσαι μέρα με τη μέρα σε κάτι που σε καταπίνει. Που σε μεταλλάσσει. Και έρχομαι να σου πω, πως την άβυσσο αυτή που περιγράφεις, την γνωρίζω γιατί έχω περάσει μέσα από αυτήν. Και μια μέρα, έτσι ξαφνικά, αποφάσισα πως βαρέθηκα εκεί. Πως θέλω να δω και κάτι άλλο βρε αδερφέ.
Έτσι μπορώ να διακρίνω αυτούς που βρίσκονται εκεί αλλά και να ξέρω το τρόπο να τους βοηθήσω. Και δεν έχω κανένα πρόβλημα να το κάνω. Αλλά όταν εγώ απλώνω το χέρι μου και εσύ αντί να το αρπάξεις, το πατάς, τότε φίλε μου, το παίρνω πίσω γιατί πονάει. Γιατί άνθρωπος είμαι και εγώ και δεν μπορώ να επιμένω σε καταστάσεις ατέρμονες που δεν έχουν καμιά διάθεση να αλλάξουν. Και αν εσένα σου αρέσει ο εαυτός σου έτσι, καλώς. Αλλά δεν έχεις κανένα δικαίωμα να παίρνεις και άλλους μαζί σου. Ή θα αποφασίσεις να το ξεμπλέξεις, ή θα ζήσεις με αυτό, αλλά μόνος σου. Μη βάζεις άλλους να ξεμπλέξουν το δικό σου το κουβάρι. Μη βάζεις άλλους να διασχίσουν το δικό σου τούνελ. Μη βάζεις άλλους στην άβυσσό σου, επειδή νιώθεις μόνος ή επειδή κρυώνεις.
Δεν ξέρεις τίποτα για εμένα. Δεν θέλησες ποτέ να μάθεις. Νομίζεις πως μόνο εσύ πόνεσες. Μόνο εσύ προδόθηκες. Μόνο εσύ έκλαψες. Μόνο εσένα σε πάτησαν. Μόνο εσύ κάηκες από συμπεριφορές και ανθρώπους. Αθώο μου παιδί, όχι. Απλώς η διαφορά είναι πως, εσύ δεν θέλησες ποτέ να ορθοποδήσεις.