Το παράθυρο ανοικτό. Ένα μικρό κομμάτι ουρανού παρακαλά για κάποιο βλέμμα. Πώς καταφέραμε να κρύψουμε τη θέα του με τόσο τσιμέντο γύρω; Απλωμένες μπουγάδες στις ταράτσες και στα μπαλκόνια, τα μόνα χρώματα σε τούτο τον γκρίζο καμβά. Κεραίες ορθώνονται απειλητικά σκορπίζοντας περισσότερη ασχήμια. Θλιμμένες φάτσες μέσα στα κλουβιά τους που τα έχτισαν για σπίτια και τα πληρώνουν ακριβά ώστε να εξασφαλίσουν μια θέση μόνιμη σε αυτήν την σφηκοφωλιά. Με ρωτάς για τους κηφήνες; Αυτοί πετούν χαιρέκακα με τις γραβάτες τους μέσα σε μεγάλες πολυεθνικές και πολιτικά κέντρα. Και οι μέλισσες να ιδρωκοπούν.
Έλα μαζί μου. Πιάσε το χέρι μου και πάμε να κάνουμε μια βόλτα στην πόλη. Μας ανήκει. Γιατί αφήνουμε να την λεηλατούν μπατσοφρουρημένοι μονάρχες;
Μπορεί και να βρέξει. Μην ανησυχείς. Θα σε σκεπάσω στην αγκαλιά μου μη μου βραχείς.
“Όχι, θέλω να χορέψουμε μες στην βροχή”, μου λες χαμογελώντας.
Και καταφέρνεις έτσι να κατακτήσεις κάθε σπιθαμή της καρδιάς μου… Πρόσεχε πώς την κρατάς.
Στους δρόμους η γνωστή κίνηση. Ποια κίνηση δηλαδή; Μάλλον με ακινησία μοιάζει τούτο το κυκλοφοριακό. Ταιριάζει με το αίμα που κυλά εντός μας. Σχεδόν έχει παγώσει νεκρικά κι εμείς κινούμαστε μισοζώντανοι, μισοπεθαμένοι. Αναρωτιέσαι ακόμη γιατί οι άνθρωποι δεν χαμογελούν;
Σου αρέσει το φθινόπωρο. Το ξέρω.Το βλέπω κιόλας. Καθόμαστε στο πάρκο και χαζεύεις τα δέντρα που ξεφορτώνονται τα πορτοκαλί τους φύλλα. Κι αυτά ανάλαφρα χορεύουν στο απαλό αεράκι. Μην είσαι φύλλο και μου χαθείς στο πρώτο δυνατό αγέρι;
“Γιατί με κοιτάς έτσι;” με ρωτάς και τα μάτια σου γεμάτα με παιδική αμηχανία.
Σε κοιτώ για να θυμάμαι και την πιο μικρή σου λεπτομέρεια. Ακόμη και την λεπτή κίνηση του στήθους σου με την πνοή σου. Να προλάβω να σε κλείσω εντός μου. Να γίνεις ολοκληρωτικά δική μου τούτη τη στιγμή. Για μια στιγμή… Δεν σου απαντάω φυσικά. Απλά σε φιλάω στο στόμα γλυκά ενώ εσύ μου χαϊδεύεις τα μαλλιά.
Έλα να συνεχίσουμε το περπάτημα. Όχι στάσου. Κοίτα εκείνους τους κόπρους σκύλους παραπέρα. Ας παίξουμε μαζί τους για λίγο. Τους σφυρίζουμε κι έρχονται κοντά μας. Μυρίζουν τα χέρια μας κι έπειτα αποζητούν τα χάδια μας. Μας εμπιστεύτηκαν. Αλήτες κι αυτοί, αδέσποτοι κι εμείς.
Την άκουσες την βροντή; Μη μου φοβάσαι… Θα είναι απλά μια καταιγίδα. Ακούς τις σειρήνες των μπατσικών; Φοβάμαι… Είναι η αστική επιδημία.
Σε κρατώ από το χέρι και σε παρασέρνω σε τρεχάλα. Σε ακούω να γελάς και τρέχω γρηγορότερα. Γέλα κι άλλο, για να σε ακούσω. Γελάω κι εγώ. Οι περαστικοί μας κοιτούν ενοχλημένοι. Τα παιδιά μας κοιτούν καταλαβαίνοντας. Υποσχέσου μου πως δεν θα ξεχάσουμε ποτέ να γελάμε.
Σταματάς να πάρεις μια ανάσα. Σταματώ να σε πάρω μια αγκαλιά. Έλα να κάτσουμε σε εκείνο το πεζούλι να ανάψουμε ένα τσιγάρο. Καπνίζουμε και παρατηρούμε τον κόσμο. Ο κόσμος όμως μας προσπερνά.
Οι βροντές πλήθυναν. Τώρα παίζουν μαζί με τις αστραπές. Χοντρές ψιχάλες αρχίζουν να πέφτουν πάνω μας. Είναι κρύες και σε ανατριχιάζουν. Σηκώνομαι μπροστά σου και σου τείνω το χέρι για τον χορό που θέλησες. Σηκώνεσαι και με φιλάς ζητώντας μου να επιστρέψουμε σπίτι. Να κουρνιάσουμε…
… Και τελικά να ζαρώσουμε.
“Κλείσε το παράθυρο! Έπιασε δυνατή μπόρα”, σε ακούω να μου λες και στέκεσαι ξοπίσω μου.
“Και τι πειράζει;”, σου απαντώ.
“Τρελάθηκες; Θα αρπάξεις κανά γερό κρύωμα και αν δεν πας στο γραφείο άντε να δούμε πώς θα μαζέψουμε όλο το μηνιάτικο μετά”, απαντάς ενοχλημένη.
Η κλεισούρα με αρρωσταίνει κι όχι η γρίπη, θέλω να σου φωνάξω! Μα έχεις ήδη φύγει για την κουζίνα να συνεχίσεις το μαγείρεμα. Έρχομαι κι εγώ χωρίς να με καταλάβεις και είμαι τόσο κοντά σου που σχεδόν σε αγγίζω. Βλέπω το στήθος σου να ανασαίνει βαριά, όχι μαλακά όπως παλιά. Τα προβλήματα αμίλητα κρύφτηκαν και στέριωσαν στον θώρακά σου. Και στον δικό μου… Θέλω να σε αγκαλιάσω και να σου ζητήσω να βγούμε έξω στην βροχή για εκείνον τον χορό που μου χρωστάς από παλιά. Τι τρελή ιδέα! Δε λέω κουβέντα και κάθομαι στην καρέκλα. Σου προτείνω τελικά να αφήσεις για λίγο ό,τι κάνεις και να φτιάξουμε καφέδες να τους πιούμε παρέα, μιλώντας. Δεν μπορεί, κάτι θα έχει απομείνει να πούμε εκτός από υπολογισμούς λογαριασμών και πικρόχολες σπόντες.
“Δεν προλαβαίνω! Έχω πολλές δουλειές. Επειδή εσύ έτυχε να πάρεις ρεπό σήμερα, δε σημαίνει ότι θα αράξουμε παρέα”, μου απαντάς χωρίς να με κοιτάξεις.
Κι εγώ φτιάχνω τον καφέ μου μόνος μου και μονάχος μου κάθομαι να τον πιω κι εσύ να βρίσκεσαι στον ίδιο χώρο μα μονάχη σου να τριγυρίζεις εκεί μέσα και τελικά να είμαστε δυο παρουσίες μοναχά μα απουσίες ουσιαστικά. Θυμάμαι πως κάποτε σαν είμασταν μοναχά οι δυο μας γεμάτοι νιώθαμε με όλον τον κόσμο να μας ανήκει.
Πότε γεννήθηκε τούτη η μοναξιά; Σύρθηκε ύπουλα στο κρεβάτι μας και κουλούριασε στις καρδιές μας, παγώνοντας τα φιλιά μας. Και τα κορμιά μας πια λειψά και κρύα, ανίκανοι να ζεστάνουμε ο ένας τον άλλον και τόσο δειλοί να το παραδεχτούμε που ανάμεσά μας σκάψαμε ένα κενό που με τον καιρό έγινε χάσμα. Κι αυτό ολοένα να μεγαλώνει. Σε έβλεπα να απομακρύνεσαι και με έβλεπες κι εσύ να απομακρύνομαι και κανείς μας δεν έβαλε μια φωνή. Ούτε μια λέξη δεν ξεστομίσαμε. Και τελικά γυρίσαμε τις πλάτες μας ο ένας στον άλλον και πιάσαμε από μια γωνιά σε τούτο το μικρό σπίτι, σε τούτη τη μεγάλη τσιμεντούπολη. Και οι φάτσες μας θλιμμένες πια να χαζεύουν τις οθόνες αντί να κοιτούν τον ουρανό.
Πώς γίναμε έτσι; Αλλάζει αυτό; Μπορώ να σε καταλάβω πια κι εσύ εμένα ή το χάσμα ισόβια θα μας καταπιεί;
Ξέρεις γιατί ο θεός Έρωτας, εκείνη η φτερωτή κουφάλα της μυθολογίας, περιγράφεται ως ένας μικρός ζαβολιάρης που μοιράζει την αγάπη με σαϊτες; Κρατά τόσο λίγο, αλήθεια πολύ λίγο, μικρός είναι λοιπόν. Και με ζαβολιά σε έχει εξαπατήσει, σε έχει κοροϊδέψει. Με ψέματα γλύκανε τον έρωτα. Ψέμα στον ίδιο σου τον εαυτό. Δεν βλέπεις, νομίζεις ότι βλέπεις. Αυτό που θες να δεις. Αυτόν μάλλον που θες να δεις. Διαστρέβλωση. Και σαν αποκατασταθεί τι σου φταίει ο άλλον που δεν τον έβλεπες; Τι σου φταίω εγώ που δεν είμαι όπως είχες φαντασθεί; Και τότε η λαβωματιά του από την σαϊτα αρχίζει να πονά… Κι εκείνος γελά. Κι εμείς τώρα πια αγέλαστοι.
Κι όμως κλείνω τα μάτια και σε βλέπω όπως τότε, στο παρκάκι, να κοιτάς τα μαραμένα φύλλα. Και αγαπώ κάθε εκατοστό εκείνης την μορφής σου. Ανοίγω τα μάτια και σε βλέπω στο τώρα, εσένα την ίδια σαν μαραμένο φύλλο. Και δεν αγαπώ ούτε ένα εκατοστό σου; Έστω ένα μοναχά, τόσο δα, να κρατηθεί από κάπου και το παρόν κι όχι να ζει στη θύμηση του χθες που σε σκεπάζει.
Αναστενάζω. Ανάβω τσιγάρο.
“Πάλι καπνίζεις; Τσάμπα το άναψες. Είναι έτοιμο το φαγητό”, ανακοινώνεις.
Με εκνευρίζεις. Το μεσημεριανό μας έχει καταλήξει να μοιάζει με συσσίτιο συγκρατούμενων. Δεν το βλέπεις; Κάποτε ταϊζαμε ο ένας τον άλλον στο στόμα. Τώρα τρώμε χαζεύοντας τηλεόραση. Θέλω να σου φωνάξω! Θυμώνω! Δεν φταις εσύ… Μάλλον φταις. Αλλά φταίω κι εγώ. Εγώ κι αν φταίω… δε θα καυγαδίσω. Σου λέω απλά ότι δεν έχω όρεξη και θα φάω αργότερα. Έχεις ήδη καθήσει στο τραπέζι, ανοίξει την τηλεόραση και μου απαντάς με ένα μικρό ανασήκωμα των ώμων. Κι εγώ σκέφτομαι τελικά ότι θα δουλεύω από εδώ και πέρα στα ρεπό μου ώστε να μένω όσο γίνεται λιγότερο μέσα στο σπίτι. Όσο λιγότερο γίνεται μαζί σου. Οι μέλισσες σαν ιδρωκοπούν αδιάκοπα δεν έχουν χρόνο να σκεφτούν. Θα το δεχθείς με χαρά, θα έχουμε περισσότερα φράγκα θα σκεφτείς… Γ***ο, με έπιασε πάλι αυτό το γ*****ο βουητό στο αυτί.
Τέλος
Περισσότερες πληροφορίες για την Μαρία Μάρκου, πατήστε εδώ
Περισσότερα άρθρα από την ψυχολόγο μας, Μαρία Μάρκου:
–Ρατσισμός: η περιθωριοποίηση του διαφορετικού, από την Μαρία Μάρκου
–Άνθρωποι είμαστε, λάθη κάνουμε!, από την Μαρία Μάρκου
–Ομοφυλοφιλία… μία ιστορία από τα παλιά!, από τη Μαρία Μάρκου
–Νέα γυναίκα και single mom, από την Μαρία Μάρκου
–Κρίσεις πανικού; Don’t panic!,από την Μαρία Μάρκου