Ελάχιστη, εάν όχι μηδενική, είναι η σχέση που έχει η διάρκεια του συνηθισμένου ύπνου ενός ανθρώπου κι η σωματική κόπωση που νοιώθει, υποστήριξε σήμερα ένας Σουηδός ερευνητής και συντονιστής μίας έρευνας προς την κατεύθυνση αυτή.
«Η διάρκεια του ύπνου δεν αποτελεί ένα καλό μέτρο για να αναλύσουμε εάν κοιμόμαστε αρκετά ή όχι», δήλωσε στο Γαλλικό Πρακτορείο ο ερευνητής νευρολογίας στο Πανεπιστήμιο της Στοκχόλμης και ειδικός στο στρες Τόμπγερν Άκερστεντ.
Η ερευνητική του ομάδα κατέληξε στο συμπέρασμα αυτό μετά την ολοκλήρωση τριών μελετών, σε μία εκ των οποίων εξέτασε της συνήθειες ύπνου περίπου 6.000 προσώπων.
«Εάν αισθάνεστε ευεξία και δυναμισμό κατά τη διάρκεια της ημέρας, τότε κατά πάσα πιθανότητα έχετε κοιμηθεί αρκετά», πρόσθεσε ο Άκερστεντ.
Τα τελικά στοιχεία της έρευνας, που αναμένεται να δημοσιευθεί μέχρι τα τέλη του έτους, εμφανίζουν κατά μέσο όρο μία μέση διάρκεια ύπνου έξι ωρών και 55 λεπτών την ημέρα είναι αρκετά και μίας ώρας επιπλέον όταν δεν υπάρχει κάποια υποχρέωση για την επόμενη.
Σύμφωνα με τους ερευνητές, οι μικρές ηλικίες έχουν ανάγκη από ένα οκτάωρο ύπνου κατά μέσον όρο, ενώ η ίδια διάρκεια για τους άνω των εξήντα ετών μειώνεται στις έξι ώρες.
«Μολαταύτα, υπάρχει ένας γενικός μέσος όρος. Οι νεαροί 20άρηδες μπορούν να κοιμούνται ακόμη περισσότερο, αλλά να νοιώθουν κουρασμένοι στη διάρκεια της ημέρας», διότι ο εγκέφαλός τους δεν είναι ακόμη πλήρως ανεπτυγμένος.
Αλλά εάν ο περισσότερος ύπνος δεν χαρίζει περισσότερη ενέργεια, ο λιγότερος ύπνος μπορεί να έχει δυσμενείς επιπτώσεις στην υγεία του ανθρώπου, όπως εξασθένιση του ανοσοποιητικού του συστήματος, καρδιοαγγειακές ασθένειες, διαβήτη τύπου Β’, αύξηση σωματικού βάρους και ατυχήματα στον δρόμο και την εργασία, συμπεραίνεται στην έκθεση.
Πηγή: ΣΚΑϊ