Καμία σχέση δεν είναι τόσο πρωταρχική και σημαντική όσο αυτή της μητέρας με την κόρη. Είναι η πρώτη σχέση αγάπης και ο πρώτος ασφαλής δεσμός που δημιουργείται. Αυτή η σχέση είναι καταλυτική για την ψυχική υγεία και των δύο και συμβάλλει σημαντικά στην οικοδόμηση της προσωπικότητας της κόρης, άλλοτε θετικά και άλλοτε αρνητικά.
Παρατηρώντας αυτή τη σχέση εξελικτικά, φαίνεται ότι διέρχεται από ποικίλα στάδια.
-5 ετών, η μαμά είναι το είδωλο της κόρης. «Πασαλείφει» όλο της το πρόσωπο με το κραγιόν της, κάνει το μοντέλο βάζοντας τα σκουλαρίκια ή τα ψηλά της τακούνια, προσπαθώντας να της μοιάσει.
-μέχρι 13 ετών, όταν ξαφνικά η μαμά γίνεται το πιο ανίδεο και χωρίς κατανόηση πλάσμα στον κόσμο. Στα μάτια της κόρης η ανάγκη για ανεξαρτησία και η επαναστατική διάθεση της εφηβείας μετατρέπουν τη μητρική αγάπη σε επίμονη προσπάθεια ελέγχου. Βέβαια, σε κάθε δυσκολία η πρώτη αντίδραση είναι η λέξη «Μαμααά!».
-20-30 ετών, οι ισορροπίες πάλι αλλάζουν (ειδικά αν η κόρη γίνει σύζυγος και μητέρα) και τότε η μαμά γίνεται η καλύτερή της φίλη.
Ένας περίπλοκος δεσμός
Η εικόνα της μητέρας μας, ιδιαίτερα όταν είμαστε μικρά παιδιά, είναι ταυτόσημη με τη φροντίδα, την αγάπη και τη στοργή. Ο δεσμός που αναπτύσσεται ανάμεσά μας είναι ισχυρός και θεωρείται η σχέση με τη μεγαλύτερη επιρροή στη ζωή μας. Η μητέρα είναι το «θηλυκό» μας πρότυπο. Μέσα από εκείνη -συνειδητά ή ασυνείδητα- γνωρίζουμε τη γυναικεία φύση, το πώς φέρεται, δρα και σκέφτεται μια γυναίκα. Είναι ένας δεσμός που μας καθορίζει από τα πρώτα βήματά μας, αλλά και σε όλη την πορεία της ζωής μας. Καθώς μεγαλώνουμε, ο δεσμός αυτός αλλάζει μορφή, αλλά παραμένει ισχυρός. Πρόκειται για μια σύνθετη σχέση που μας σημαδεύει βαθιά και ρίχνει τη σκιά της στις γενιές των γυναικών που ακολουθούν.
Η σχέση μητέρας και κόρης μπορεί να είναι τρυφερή και υποστηρικτική, ταυτόχρονα όμως χαρακτηρίζεται από εντάσεις, συγκρούσεις και ανταγωνισμό, ιδιαίτερα κατά την περίοδο της εφηβείας της κόρης, αλλά ακόμη και στην ενήλικη ζωή της.
Από πολύ νωρίς δημιουργούνται πολύ ισχυροί δεσμοί ταύτισης και συγχώνευσης: τα δύο θηλυκά, όμοια σε τόσα πολλά πράγματα και σε τόσο πολλά επίπεδα, ταυτίζονται ασυνείδητα δημιουργώντας έτσι έναν πανίσχυρο δεσμό που αποτελεί αργότερα και τη μεγαλύτερη πρόκληση στη σχέση μητέρας-κόρης. Γιατί οι μητέρες «βλέπουν τον εαυτό τους» στην κόρη τους και οι κόρες αισθάνονται «συνέχεια της μητέρας τους»με αποτέλεσμα να δυσκολεύονται και οι δύο πολύ όταν έρχεται η ώρα να κατανοήσουν τη διαφορετικότητά τους, να αναγνωρίσουν ότι έχουν τα δικά τους μοναδικά χαρακτηριστικά και να πορευτούν στο δικό τους δρόμο στη ζωή.
Όλα τα κοινά, οι ταυτίσεις και οι ομοιότητες που μας δένουν με τη μητέρα μας (αν και δεν είναι πάντα συνειδητά) είναι εκείνα που μας δυσκολεύουν τόσο πολύ να βάλουμε όρια στη σχέση μας μαζί της.
Αυτή μας η σχέση, η σχέση με τη μητέρα μας, είναι τόσο δομική για το χαρακτήρα μας που την κουβαλάμε σε όλη μας τη ζωή, και πολύ συχνά την αναπαράγουμε στις άλλες σχέσεις που δημιουργούμε: την αναπαράγουμε στον τρόπο που σχετιζόμαστε με το σύντροφό μας, στις φιλίες μας, στον ίδιο τον τρόπο που μεγαλώνουμε τα παιδιά μας.
Πρωταρχικά την αναπαράγουμε στην πιο πολύτιμη σχέση μας: αυτή που έχουμε με τον ίδιο μας τον εαυτό.
Σκεφτείτε ένα κορίτσι που στα πέντε του χρόνια φοράει τα τακούνια της μαμάς, πασαλείφεται με το μακιγιάζ της και παίζει με τις κούκλες της: είναι μία πρώτη αναπαράσταση των γυναικείων ρόλων όπως τους βιώνουμε παρατηρώντας τη μητέρα μας! Είναι η ανάγκη μας να της μοιάσουμε, να γίνουμε σαν εκείνη…