Ήρθε η ώρα να καθίσουμε στο τραπέζι αυτό το δύσκολο και να αρχίσουμε να θυμόμαστε, να πεθυμούμε κιόλας. Εσύ θυμάσαι και πεθυμείς ήδη. Εμείς ακούμε παγωμένοι και κάνουμε μοιραία σκέψεις και συγκρίσεις μοιραίες. Τι θα κάναμε στη θέση σου, τι θα θέλαμε να ακούσουμε στη θέση σου.
Σε ένα τέτοιο δύσκολο τραπέζι αν καθίσεις, σηκώνεσαι βαθιά θλιμμένος, αλλά άπειρα πιο σοφός, πολύ πιο συνειδητοποιημένος. Αν είσαι σε θέση βέβαια να δεις και να ακούσεις τον πόνο που κάθεται κι αυτός στο τραπέζι. Να μην προσπαθήσεις να τον διώξεις. Πρέπει να καθίσεις δίπλα του και να προσπαθήσεις να τον διαχειριστείς. Τον πόνο όταν τον διώχνεις, πάντα ξαναγυρνάει και έχει τότε ένταση μεγαλύτερη.
Στα δύσκολα τραπέζια τα λόγια συνήθως είναι παρήγορα για να απαλύνουν τον πόνο που λέγαμε. Και οι κινήσεις κι αυτές παρηγοριάς. Και μέσα σε όλα τα “θα περάσει”, “με τον καιρό θα ξεχάσεις, θα ξεχαστείς”, ακούστηκε το δύσκολο αυτονόητο “Δεν πρόκειται να τον ξεχάσεις ποτέ”. Αυτή είναι μια κουβέντα που στάθηκε άξια απέναντι στον πόνο και τον κοίταξε στα μάτια. Σταμάτησε να τον αγνοεί και τον δέχτηκε στο τραπέζι μας. Δεν τον καλωσόρισε κανείς. Θέλει δύναμη μεγάλη να τον καλωσορίσεις και να δεχτείς πως θα πορευτείς μαζί του. Θα σε βοηθήσει και ο χρόνος αλλά και πάλι είναι δύσκολο να απαλύνεις τον πόνο της απώλειας και αδύνατον να τον διώξεις.
“Δεν πρόκειται να τον ξεχάσεις ποτέ”. Αυτό ήθελε να ακούσει μόνο η κόρη του. Φοβάται να μην ξεχάσει το πρόσωπο, την μυρωδιά, την φωνή του. Όταν χάνεται η φυσική παρουσία της αγάπης, η μνήμη είναι το μεγάλο καταφύγιο. Κι άρχισαν ήδη οι ιστορίες. Μια μεγάλη ψυχή μας περιγράφει την περίσσοια στοργή με την οποία μεγάλωσε. Την ξέρω την φίλη μου πως αγαπάει. Και μόνο όταν έχεις εισπράξει αγάπη είσαι ικανός να την προσφέρεις κι εσύ απλόχερα.
“Θα περάσει” συνεχίζανε φωνές για να βοηθήσουν. Η αιώνια λιακάδα ενός καθαρού (;) μυαλού. Αυτός πάλευε να διώξει τα σύννεφα κι έχασε τον ουρανό του. Κι όσο τον έχανε συνειδητοποιούσε πως και την βροχή την αγαπούσε και την παγωνιά και όλα τα φαινόμενα που συνέθεταν την αγάπη που είχε χάσει.
Είδες λοιπόν τί έπαθε αυτός. Πήγε να ξεσκαρτάρει και άδειασε. Ήθελε να κρατήσει μόνο τα καλά. Δεν γίνεται να επιλέξεις όμως. Όλα μαζί πάνε. Οι άνθρωποι που μπήκαν στο μυαλό και στην καρδιά σου -με όποια σειρά εσύ θέλεις- είναι πια κομμάτι της ευτυχίας και της δυστυχίας σου, της χαράς και του πόνου σου, φέρνουν χαμόγελο και μπορεί να κρύβουν και δάκρυ.
Κι αν αυτοί σου φύγουν, θα πάρουν όλα θέση δίπλα σου, με το πρόσωπο του πόνου, σε ένα δύσκολο τραπέζι. Κι εσύ θα τους φωνάξεις πως δεν θα τον ξεχάσεις ποτέ.
Στην φίλη μου και στον μπαμπά της, τον καλύτερο του κόσμου!
Για να μάθετε ποια είναι η Ρούλα Καρακούση, πατήστε εδώ