Έντονη δραστηριότητα στις περιοχές του εγκεφάλου που σχετίζονται με γονεϊκούς δεσμούς εμφανίζουν οι ερωτευμένοι και κυρίως οι άνδρες όταν βλέπουν μωρά, υποστηρίζουν ισραηλινοί επιστήμονες.
Όπως εξηγούν οι ερευνητές από το Πανεπιστήμιο Μπαρ-Ιλάν, το γεγονός αυτό ενδεχομένως να υποδεικνύει ότι οι άνδρες έχουν τα μωρά στο μυαλό τους περισσότερο από όσο θα ήθελαν να παραδεχθούν ή ότι προβληματίζονται με την επιθυμία της συντρόφου τους να αποκτήσει παιδί.
Άνδρες με πατρικό ένστικτο
Η ερευνητική ομάδα της δρος Φέλντμαν χρησιμοποίησε την τεχνική του εγκεφαλογραφήματος για την παρακολούθηση της εγκεφαλικής δραστηριότητας 65 εθελοντών – νέοι γονείς, ερωτευμένα ζευγάρια και άτομα εκτός σχέσης – ενόσω έβλεπαν διάφορες φωτογραφίες, ανάμεσα στις οποίες βρίσκονταν και φωτογραφίες των δικών τους ή άλλων μωρών.
Στην όψη άγνωστων μωρών, οι γονείς και οι «φρεσκοερωτευμένοι» εμφάνιζαν εντονότερη εγκεφαλική δραστηριότητα σε περιοχές που σχετίζονταν με τους γονεϊκούς δεσμούς – όπως τον επικλινή πυρήνα, τον πρόσθιο φλοιό του προσαγωγίου και την αμυγδαλή – συγκριτικά με τους ελεύθερους συμμετέχοντες. Η εγκεφαλική αντίδραση μάλιστα ήταν μεγαλύτερη στην περίπτωση των γονιών που έβλεπαν φωτογραφίες των παιδιών τους.
Κοιτώντας τα αποτελέσματα αυτά αναλυτικά, οι ερευνητές παρατήρησαν ότι οι μητέρες και οι άνδρες που βρίσκονταν σε σχέση ήταν εκείνοι που εμφάνιζαν την εντονότερη δραστηριότητα στις συγκεκριμένες περιοχές του εγκεφάλου, συγκριτικά με τους πατέρες και τις γυναίκες που βρίσκονταν σε σχέση.
«Κάτι τέτοιο δείχνει ότι ακόμα και αν δεν το γνωρίζουν, το σώμα των ερωτευμένων προετοιμάζεται ώστε να μπορεί να ανταποκριθεί στο ενδεχόμενο απόκτησης παιδιών» σχολιάζει η ερευνήτρια Χέλεν Φίσερ από το Πανεπιστήμιο Ράτζερς, στη Νέα Υόρκη.
Ευαισθησίες γένους αρσενικού
Τα ευρήματα της μελέτης, κατά την Φίσερ, καταρρίπτουν την αντίληψη ότι οι άνδρες ενδιαφέρονται λιγότερο για τα παιδιά σε σχέση με τις γυναίκες. «Δείχνει ότι πραγματικά δεν καταλαβαίνουμε τους άνδρες» καταλήγει.
Πρόσφατα μάλιστα, μελέτη της δρος Φίσερ στην οποία είχαν λάβει μέρος 6.000 άνδρες και γυναίκες από τις ΗΠΑ είχε δείξει ότι οι άνδρες έχουν σημαντικά περισσότερες πιθανότητες να παραμείνουν σε μια μακροχρόνια σχέση με μια γυναίκα που μπορεί να μην τους έλκει σεξουαλικά, αλλά διαθέτει όλα τα υπόλοιπα προτερήματα που αναζητούσαν σε μια σύντροφο.
«Οι άνδρες ερωτεύονται ταχύτερα από ότι οι γυναίκες, αλλά το ίδιο συχνά με αυτές» υποστηρίζει η δρ Φίσερ. «Έχουν περισσότερες πιθανότητες να θέλουν να συζήσουν με το έτερο τους ήμισυ και να δώσουν στη σχέση τους έναν κοινωνικό χαρακτήρα μέσα στον πρώτο κιόλας χρόνο, συγκριτικά με τις γυναίκες, ενώ στο τέλος μιας σχέσης αντιμετωπίζουν 2,5 φορές υψηλότερο κίνδυνο αυτοκτονίας σε σχέση με τις γυναίκες» προσθέτει.
Η προστατευτική «ομπρελίτσα» του έρωτα
Σε μια άλλη μέλετη, η δρ Φέλντμαν και η ομάδα της ανακάλυψαν ότι ο έρωτας λειτουργεί σαν μια προστατευτική ροζ «ομπρελίτσα» η οποία προστατεύει τους ερωτευμένους από τα αρνητικά συναισθήματα.
Συγκεκριμένα, έδειξαν σε 55 «φρεσκοερωτευμένους» και 57 ελεύθερους έξι βιντεάκια, από τα οποία τα δύο ήταν φτιαγμένα με τρόπο ώστε να πυροδοτήσουν θετικά συναισθήματα και άλλα δύο αρνητικά. Κατά τη διάρκεια της παρακολούθησης, οι συμμετέχοντες ήταν καλωδιωμένοι προκειμένου να καταγράφονται τα επίπεδα του στρες που βίωναν κάθε φορά.
Ενώ λοιπόν οι ελεύθεροι εμφάνιζαν σημάδια στρες κατά την παρακολούθηση των αρνητικών βίντεο, οι ερωτευμένοι έδειχναν να μένουν ανεπηρέαστοι.
Tα ευρήματα παρουσιάστηκαν μέσα από το επιστημονικό έντυπο «Emotion».
[quote_right]«Χρειάζεται να είμαστε σε μια ήρεμη κατάσταση για να επιτρέψουμε στον εαυτό μας να ερωτευτεί, αλλιώς δεν υπάρχει αίσθηση ασφάλειας» επισημαίνει η δρ Φέλντμαν.[/quote_right]εξηγεί η δρ Φέλντμαν.
Εξελικτικό «όπλο» για την απόκτηση απογόνων
Κάτι τέτοιο θα μπορούσε, κατά τους ειδικούς, να έχει εξελικτική σημασία: καταστέλλοντας τα αρνητικά συναισθήματα, τα νέα ζευγάρια δημιουργούν ευκολότερα έναν δεσμό εμπιστοσύνης μεταξύ τους, με αποτέλεσμα να έρχονται πιο κοντά.
«Κάτι τέτοιο δείχνει ότι ο έρωτας είναι σημαντικός και ικανός να περιορίσει τα επίπεδα του στρες» σχολιάζει ο Πολ Ζακ από το Πανεπιστήμιο του Κλερμόντ, στην Καλιφόρνια. Ο ίδιος μάλιστα υποστηρίζει ότι τα υψηλά επίπεδα της ορμόνης οξυτοκίνης, η οποία έχει ηρεμιστικές ιδιότητες, πιθανότατα ευθύνονται για κάτι τέτοιο.
Πηγή:www.tovima.gr